- ἀκανθική
- ἀκανθικόςspinousfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακανθικός — ή, ό (Α ἀκανθικός, ή, ὸν) [ἀκανθα] ακανθώδης, γεμάτος αγκάθια «ἀκανθικὴ φύσις» (Θεοφρ., Φυτ. Αιτ. 4, 6). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξενικού όρου < ακανθικός* + τρήμα «οπή, τρύπα»] … Dictionary of Greek